- ενδαίω
- (I)ἐνδαίω (Α)1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» — η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων)2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» — τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθεςβ) «βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» — το βέλος τού έρωτα καιγόταν μέσα στην καρδιά τής κόρης όμοιο με φλόγα.————————(II)ἐνδαίω (Α)διανέμω, διαμοιράζω.
Dictionary of Greek. 2013.